μεζελίκι

μεζελίκι
και μεζεκλίκι, το
1. εκλεκτός μεζές
2. στον πληθ. καθετί το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεζές («κρασί με διάφορα μεζελίκια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mezelik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεζελίκι — το ιού, και μεζεκλίκι, το ιού (λ. τουρκ.) 1. εκλεκτός μεζές. 2. φρ., «τα μεζελίκια», καθετί που σερβίρεται για μεζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • mezel — MEZÉL, mezeluri, s.n. (Mai ales la pl.) Nume generic dat mai multor preparate alimentare din carne, de tipul salamului. – Din tc. meze. Trimis de LauraGellner, 29.05.2004. Sursa: DEX 98  mezél s. n., pl. mezéluri Trimis de siveco, 10.08.2004.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”